Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

                                                                  Η κατάθλιψη

Η κατάθλιψη από το 1970 και έπειτα αποτελεί το υπ' αριθμόν ένα ψυχικό νόσημα στις δυτικές κοινωνίες. Έχει καταφέρει να αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον της ψυ- κοινότητας και να γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό, να γίνει ένα νόσημα «της μόδας». Ο κυρίαρχος τρόπος θεραπείας της, αρχικά το ηλεκτροσόκ και μεταγενέστερα  η χορήγηση αντικαταθλιπτικών, ουσιαστικά ενσαρκώνει την επιθυμία μας για απεριόριστη δυνατότητα παρέμβασης στον ψυχισμό, ενώ παράλληλα η επίπλαστη ευφορία που προσφέρει αφενός υποκαθιστά ύπουλα την ουσιαστική θεραπεία και αφετέρου θολώνει επικίνδυνα το όριο ανάμεσα στα μέσα θεραπείας και στη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Γιατί όμως συνέβησαν τα παραπάνω; Σχετίζεται η κατάθλιψη με τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας;
Το βιβλίο του Ehrenberg δεν διατείνεται ότι αποτελεί μία αντικειμενική οπτική πάνω στην κατάθλιψη αλλά ούτε και ένα εγχειρίδιο με οδηγίες ή κάποια πρόταση για τη θεραπεία της. Αντίθετα, είναι ένα βιβλίο βαθιά πολιτικό, που προτείνει ότι μέσω της κατανόησης των πτυχών του συνδρόμου της κατάθλιψης μπορούμε να αντλήσουμε σημαντικές πληροφορίες που αφορούν στη σύγχρονη κοινωνία. Πραγματοποιείται μία εκτενέστατη ιστορική αναδρομή όσον αφορά την κατάθλιψη αλλά και τις ψυχικές διαταραχές γενικότερα , από τη θεωρία του Φρόιντ και του Janet μέχρι τον τρόπο που διαδόθηκε η γλώσσα των ασθενειών στα μέσα και έγινε προσιτή στο ευρύ κοινό.
Σύμφωνα με το συγγραφέα η κατάθλιψη δεν αποτελεί απλώς μία ακόμα ψυχική νόσο. Αντίθετα, συνδέεται αρραγώς με την προσωπική ελευθερία του ατόμου και με την ανάγκη για αυτονομία που πλέον χαρακτηρίζουν τον πυρήνα της κοινωνικοποίησης στη σύγχρονη κοινωνία. Ειδικότερα, η κατάθλιψη σχετίζεται ακριβώς με την αποτυχία μας να εκπληρώσουμε τις προαναφερθείσες προσδοκίες. Ο γράφων, ωστόσο προχωράει πέρα από την αδυναμία εκπλήρωσης των προσδοκιών και αναφέρει ότι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία είναι ότι η κατάθλιψη μας παρέχει μία γλώσσα. Μια γλώσσα την οποία έχουμε εσωτερικεύσει και με την οποία πλάθουμε και αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας. Η ψυχική ασθένεια, απέκτησε υπόσταση την ίδια στιγμή με την οποία αναγνωρίστηκε στο υποκείμενο μία εσωτερική οργάνωση. Συνεπάγεται , λοιπόν ότι η ψυχική νόσος αποτελεί απόρροια της ίδιας της ύπαρξης του ατόμου.

Η κατάθλιψη ως λειτουργική παθολογία
Η κατάθλιψη ακόμα έχει συνδεθεί με τα συμπτώματα άλλων ασθενειών και η προσπάθεια εντοπισμού των ριζών της μας γυρίζει πίσω στην αρχαία ελληνική μελαγχολία. Πέρα όμως από αυτό, και πέρα από την ερμηνεία των συμπτωμάτων ως απόρροια της υπερβολικής κοινωνικής πίεσης που υφίσταται το άτομο, μπορεί επίσης να ερμηνευθεί  ως μία δομική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο αντιλαμβάνεται τον ίδιο του τον εαυτό.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, έχει πραγματοποιηθεί μία αλλαγή στο πλαίσιο μέσα στο οποίο δομείται το υποκείμενο. Ειδικότερα, μέχρι και τον προηγούμενο αιώνα το στοιχείο μέσα στα πλαίσια του οποίου πλάθονταν οι υποκειμενικότητες των ατόμων ήταν η σύγκρουση. Από τη θεωρία του Φρόιντ για τον ψυχισμό μέχρι τη θεωρία του Μαρξ. Όσον αφορά στη θεωρία του Φρόιντ, ο ψυχισμός δομούνταν από την προσπάθεια του Εγώ να «συμβιβάσει» κατά κάποιο τρόπο τη σύγκρουση ανάμεσα στα ασυνείδητα ένστικτα και τις ενορμήσεις με τους κοινωνικούς κανόνες.  Παρομοίως στη θεωρία του Μαρξ απαντάμε την πάλη των τάξεων. Οι συνθήκες αυτές της πάλης οι οποίες ήταν διάχυτες εκείνη την περίοδο οδήγησαν στη δημιουργία των νευρώσεων.
Ωστόσο, υποστηρίζεται ότι αυτός ο τρόπος δόμησης του εαυτού αντικαταστάθηκε από έναν νέο. Η νέα δόμηση του εαυτού συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια του ατόμου να είναι «κύριος του εαυτού του». Η νέα αυτή κοινωνική απαίτηση και ταυτόχρονη ανάγκη του ατόμου για προσωπική ελευθερία και κυριαρχία τροφοδοτεί το άτομο με προκλήσεις και ευκαιρίες προκειμένου να ανακαλύψει και να μπορεί να είναι ο εαυτός του. Ωστόσο σ αυτή τη συνθήκη το άτομο φαίνεται να βασανίζεται κατά κάποιο τρόπο από τον ίδιο του τον εαυτό, από την ανάγκη για αυτονομία.
Ένα από τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο Ehrenberg είναι ότι η κατάθλιψη δεν είναι μία κατάσταση η οποία αφορά στην ύπαρξη του ατόμου. Πολύ περισσότερο έχει να κάνει με τη δράση του και τη λειτουργικότητά του. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας καθορίζει τα όρια του σώματος ενώ παράλληλα διαμορφώνει και τον ψυχισμό. Η νέα αυτή θεώρηση της ασθένειας πηγαίνει πέρα από τα στενά όρια τόσο της ιατρικής όσο και των νευροεπιστημών και της βιομηχανίας φαρμάκων, εκτείνεται πέρα από τα όρια της ψυχοθεραπείας και αποτελεί μία ιστορική, φιλοσοφική και πολιτική σύνθεση.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο στη δουλειά του Ehrenberg είναι η σύνδεση και ενδεχομένως και η σύγχυση της θεώρησης που αναφέρθηκε προηγμένως για την κατάθλιψη με το άγχος. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι το άγχος είναι αυτό που κυρίαρχα έχει συνδεθεί με τον τρόπο δράσης του ατόμου τόσο στην προσωπική του ζωή όσο και στην εργασία του παρά με την ύπαρξή του αφενός, και αφετέρου παρουσιάζει στοιχεία αρκετά κοινά με την κατάθλιψη όπως είναι η εξάντληση, η κούραση ή και η απελπισία κατά μία έννοια.
Σημαντική είναι και η αναφορά που γίνεται στη χρήση των ουσιών και αναφέρεται πολύ χαρακτηριστικά ότι « Στην καταθλιπτική έρρηξη αντιστοιχεί η εξαρτητική έκρηξη, στην απώλεια συναισθημάτων του καταθλιπτικού, η αναζήτηση έντονων συγκινήσεων του τοξικοεξαρτημένου». Οι ουσίες για το χρήστη είναι το απόλυτο μέσο κατάκτησης της υγείας, το οποίο όμως φέρει ένα άλλο τίμημα , μια άλλη μορφή υποτέλειας. Κι έτσι η χρήση των ουσιών μπορεί κι αυτή να αποτελέσει τη δεύτερη μορφή «παθολογίας της ελευθερίας».

Η θεραπεία
Η θεραπεία δεν αποτελεί μία προσπάθεια ίασης. Δεν μπορεί να κάνει τους δαίμονες μας να βγουν από μέσα μας ούτε όμως και να σωπάσουν. Βασικός στόχος της είναι να μπορέσουμε να συμβιβαστούμε με την ύπαρξή τους και να μπορέσουμε να τους επεξεργαστούμε με τέτοιο τρόπο ώστε στο τέλος να αποτελέσουν τους βασικούς αρωγούς μας.  Με άλλα λόγια η ίαση, ουσιαστικά δεν αποτελεί ίαση αλλά την προσπάθεια του άρρωστου υποκειμένου να ενσωματώσει την ασθένεια στην ίδια του την ύπαρξη. Το άτομο δεν επιστρέφει στην κατάσταση που βρισκόταν πριν την ασθένεια, απλώς κάνει το γιατρό και την αγωγή του στοιχεία περιττά. Συνεπώς, η ίδια η θεραπεία της ασθένειας και συνεπώς και της κατάθλιψης δεν συνιστούν το κυνήγι της ευτυχίας από την πλευρά του ατόμου αλλά πολύ περισσότερο την αναζήτηση ενός τρόπου επαναπροσδιορισμού της σχέσης με τον εαυτό.
Ο γράφων λοιπόν, φωτίζει την κοινωνική πλευρά της ασθένειας και προτείνει ότι ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται και όχι ως κάποια παθολογία του ατόμου. Η κατάθλιψη είναι ουσιαστικά μία γλώσσα που εκφέρεται για όσους υποκύπτουν στην κοινωνική πίεση και στις ατομικές τους προσδοκίες. Κατ επέκταση η παθολογία είναι στην ουσία η απάντηση σε ένα κοινωνικό πρόβλημα το οποίο δεν έχει ακόμα εκφραστεί και με αυτόν τον τρόπο μετατοπίζεται από τη σφαίρα του ατομικού σε αυτή του κοινωνικού όπου η υγεία και η απουσία της σχετίζονται με την ποιότητα ζωής ,τους θεσμούς και τις αξίες και δεν απορρέουν από κάποια ικανότητα μας για απόκτησή της.

Εν κατακλείδι
 Η κατάθλιψη είναι αναπόσπαστο κομμάτι του τρόπου με τον οποίο ζούμε στη σύγχρονη εποχή και εκφράζει την σύγκρουση ανάμεσα στην απεριόριστη ελευθερία και στην αδυναμία ελέγχου που αυτή συνεπάγεται. Μαζί με τον εθισμό, αποτελούν τις δύο όψεις του ατόμου που  καθορίζει αλλά και ταυτόχρονα υφίσταται μόνο του τη ζωή του. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η κατάθλιψη μας φωνάζει με όλους τους τρόπους και όλους τους τόνους ότι η απόλυτη ελευθερία δε σημαίνει και απόλυτη δυνατότητα. Υπ αυτή την έννοια αποτελεί ένα όριο μη υπερβάσιμο καθώς μπορούμε να ελέγξουμε χίλια πράγματα στην σημερινή εποχή αλλά εν τέλει αυτό δεν μας ελευθερώνει από τίποτα.





Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Μια απάντηση στον Mark Fisher για τον μαγικό βολονταρισμό

Ένα μικρό άρθρο διερεύνησης της ιδέας του μαγικού βολονταρισμού και πως αυτός σχετίζεται με ερωτήσεις του οργανισμού.

 

Πριν από μερικές μέρες, εμφανίστηκε μια συνέντευξη του Mark Fisher στο RS21.org. Το θέμα της συνέντευξης είχε να κάνει με την κατάθλιψη, την πολιτική και την τάξη. Συμφωνώ σε πολλά σημεία με αυτά που λέει ο Mark Fisher μέσα στο άρθρο, και στον καπιταλιστικό ρεαλισμό· αλλά υπάρχουν και άλλα με τα οποία διαφωνώ. Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι η επίθεση στον Mark Fisher ως άτομο ή στοχαστή, μιας και η δουλειά που κάνει στην ψυχική υγεία είναι απαραίτητη- εν μέρει επειδή συνήθως είναι σωστός, και εν μέρει επειδή είναι μια από τις λίγες φωνές που o ευρύτερος αριστερός χώρος ακούει όσον αφορά αυτό το θέμα. Το θέμα εδώ είναι η ενασχόληση με αυτά που είπε για να διευρύνει περαιτέρω μια «αριστερή» κουβέντα για την ψυχική υγεία. Σε κάποια σημεία, θα γίνει ξεκάθαρο ότι μεγάλο μέρος της διαφωνίας μας στο θέμα συνταγογράφησης των ασθενών μας, έχει να κάνει με τις διαφορετικές πολιτικές μας θέσεις.

Ο Mark Fisher, μιλάει για ένα φαινόμενο που αποκαλείται «μαγικός βολονταρισμός», το οποίο προσδιορίζει ως ένα από τα κυρίαρχα ιδεολογικά εργαλεία του καπιταλιστικού ρεαλισμού. Μέσα στη συνέντευξη ο Fisher φέρεται να ορίζει τον μαγικό βολονταρισμό ως:

«…η πεποίθηση ότι μέσα μας  κρύβεται η δύναμη να γίνουμε ό,τι θέλουμε να είμαστε»

Αυτό εν ολίγοις είναι το Αμερικάνικο Όνειρο, ο αποκρυσταλλωμένος πυρήνας ενός φιλόδοξου μοντέλου “υποκειμενοποίησης” που μας καθορίζει ως πρόθυμους νεο-σκλάβους. Βλέπουμε μηνύματα που εκδίδουν το σχήμα της «αξιοκρατικής υποκειμενοποίησης» παντού γύρω μας, αλλά πουθενά δεν συνοψίζουν το δομικό τους πλαίσιο παρά μόνο στη στρατιωτικοποίηση. Επί σειρά ετών ο Βρετανικός Στρατός διέτασε: «Εστέ Άριστοι». Ποτέ δεν απαντάται η ερώτηση του τι είναι αυτό στο οποίο κάποιος υποτίθεται πως πρέπει να είναι άριστος. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που αυτή είναι η έκφραση που συναντάται συχνότερα σε χιλιάδες αγγελίες, περιγραφές θέσεων εργασίας και τηλεοπτικά προγράμματα. Όλος ο κόσμος των media, ένας κόσμος που περιστρέφεται γύρω από τους δέκτες του, που τρυπώνει μέσα τους, είναι ένας σύνδεσμος από φαντασιώσεις που επαναλαμβάνουν την ίδια διαταγή: να θέλετε το καλύτερο, να είστε οι καλύτεροι, σας αξίζει το καλύτερο.
Και αν οι μονάδες στρατολόγησης είναι ως επί το πλείστον παρακινητικές ως προς τον μαγικό βολονταρισμό, τότε το ταβάνι είναι το δημοφιλές φαινόμενο του βιβλίου «The Secret» (Το Μυστικό). Στην συνέντευξη, ο Fisher μιλάει για το πως ο μαγικός βολονταρισμός γίνεται
«...η πεποίθηση ότι τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου του υλικού κόσμου, υπόκειται στην ατομική βούληση».
Κι αυτό είναι ακριβώς το θέμα του The Secret. Το βιβλίο θέτει έναν φυσικό νόμο, τον λεγόμενο ως «νόμο της έλξης», που συνοψίζεται στο μότο ότι η πραγματικότητα είναι προϊόν σκέψης. Αυτός ο νόμος χρησιμοποιείται εργαλειακά για να διδάξει τον αναγνώστη/θεατή ότι αν σκέφτεται κάτι που θέλει, πολύ και έντονα, για παράδειγμα μέσω οραματισμού, θα το αποκτήσει. Αν δε σε αυτό προστεθεί και το συναίσθημα, τότε η διαβίβαση προς το σύμπαν, θα ενισχυθεί! Ο λόγος που αυτό θα συμβεί, δεν είναι μόνο βάσει του φυσικού νόμου, αλλά επίσης επειδή
«...υπάρχει μια αλήθεια βαθιά μέσα σου, που σε περιμένει να την ανακαλύψεις, και η Αλήθεια είναι αυτή: αξίζεις όλα τα καλά που έχει να προσφέρει η ζωή»¹.
Αυτή είναι η εικόνα ενός καταναλωτή ως «ψυχή» ικανή να εκπέμπει και να μεταδίδει πόθους σε ένα δεκτικό σύμπαν, και υπονοεί ένα ολόκληρο μεταφυσικό οικοδόμημα γύρω από την επιμονή του Loreal ότι «το αξίζεις». Ο Mark Fisher αμέσως αμέσως, επισημαίνει τον πυρήνα του πολιτικού προβλήματος εδώ: αν αποτύχεις να βρεις δουλειά, να πληρώνεις τους λογαριασμούς σου, ή να κάνεις εκείνες τις διακοπές, ή να πάρεις εκείνο το αμάξι ή τα αθλητικά παπούτσια, είναι επειδή δε τα ήθελες όλα αυτά αρκετά. Κι αυτό υπονοεί μια αδυναμία της ικανότητας να ποθείς ή, κατά τη γλώσσα του The Secret, μια αδυναμία να εκπέμπει κανείς συχνότητες στο σύμπαν. Αυτό που υπονοεί η δήλωση του Fisher είναι κάτι παραπάνω από αυτό που λέει. Για να ακολουθήσουμε αυτή τη λογική πρέπει εν τέλει να συμπεράνουμε πως η αποτυχία είναι βαθιά ατομική: είμαι αποτυχημένος μέχρι τα βάθη της ψυχής μου· πήρα αυτό που μου άξιζε. Είναι εύκολο να δει κανείς πως το να ζει κανείς σημειολογικά κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη.
Αυτό που ούτε ο Fisher ούτε ο συνεντευκτής Anindya Bhattacharyya λένε σε αυτή τη συνέντευξη, είναι πως ο μαγικός βολονταρισμός είναι αποτέλεσμα της δουλειάς του ριζοσπαστικού ψυχολόγου David Smail. Ο Smail, είναι μέλος μίας νεο-υλιστικής ομάδας ασκούμενων και ερευνητικών, συγγραφέας αρκετών βιβλίων, και ένας από τους συγγραφείς μιας απολύτως λαμπρής υλιστικής θεωρίας για την ψυχική οδύνη. Ο Mark μιλάει για τη δουλειά του Smail σε άλλη συνέντευξη (κάπως έτσι βρήκα κι εγώ τη δουλειά του) και σε ένα άρθρο για την ιδιωτικοποίηση του άγχους. Ο David Smail αναγνωρίζει πως ο μαγικός βολονταρισμός προέρχεται όχι από τον καπιταλισμό καθ’ εαυτόν, αλλά μέσα από την ίδια την ψυχολογία:
«Το πρόβλημα είναι πως μόλις οι θεραπευτικές σχολές αρχίζουν να επισημοποιούν και να επαγγελματοποιούν τις διαδικασίες τους, σχεδόν πάντα -εκούσια ή μη-πέφτουν στην παγίδα να υιοθετούν φιλοσοφίες κάθε είδους. Για την ακρίβεια, υπάρχουν πολύ λίγες προσεγγίσεις στης ψυχοθεραπεία οι οποίες σε κάποιο βαθμό δεν εμπερικλείουν κάποια θέση ατομικιστική, ιδεαλιστική, ή, -ή και όπως εγώ τις λέω-θέσεις του μαγικού βολονταρισμού. Όλες αυτές οι προσεγγίσεις έχουν τη βάση τους στη γενική υπόθεση που είναι πολύ δύσκολο να αποτιναχτεί –ήτοι, ότι θεμελιακά είμαστε όλοι ατομικότητες που απλά τυγχάνει να βρισκόμαστε σε κοινωνίες. Υποψιάζομαι ότι ίσως θα ήταν πιο ακριβές να λέγαμε ότι θεμελιακά είμαστε όλοι κοινωνικά πλάσματα που τυγχάνει να νιώθουμε ατομικότητες».

Οι πλήρεις συνέπειες της τεχνικής για υποκειμενοποίηση καθίστανται εμφανείς όταν κοιτάμε τον Smail: παράγει ένα βαθύ ενδότερο ψυχισμό με περίπου τον ίδιο τρόπο που ο Foucault περιέγραψε  τη δουλειά της ψυχανάλυσης –έναν βαθύ υποκειμενικό πυρήνα που βρίσκεται η αλήθεια του εκάστοτε ατόμου. Σαν τέτοιο ταιριάζει απόλυτα με τον ατομικισμό του καπιταλισμού και ως εκ τούτου διευρύνει την υπόσκαψη της κοινωνικότητας, και ως εκ τούτου αποκλείει την πιθανότητα κάθε συλλογικής –πόσο μάλλον ταξικής- δράσης. Ο ιδεαλισμός της τεχνικής είναι αυτό που είδαμε με το The Secret και μπορεί να εκφραστεί απλά με τον τύπο:
(επικεντρωμένος) επιθυμία + σκέψη + συναίσθημα = πραγμάτωση της προσωπικής αλήθειας.
Όλες οι δομικές αιτιολογίες για την εμπειρία εξαλείφονται, είτε είναι βιολογικές, ενσωματωμένες, οικονομικές, πολιτικές ή ιστορικές. Ο υλισμός εξαφανίζεται σε ένα νέφος από ψυχο-μαρκετινίστικες στρατηγικές. Με τον μαγικό βολονταρισμό βλέπουμε μια βαθιά συμβολή ανάμεσα στη θετική ψυχολογία, την ψυχοθεραπεία και τη διαφήμιση. Αυτή η συμβολή ελάχιστα μας εκπλήσσει μιας και αυτές οι τρεις όψεις πάντα περιπλέκονταν. Η δουλειά του Smail στο βιβλίο «The Origins of Unhappiness» (Η Προέλευση της Δυστυχίας) επίσης καταδεικνύει ότι όλο αυτό είναι μια στοχευμένη στρατηγική που πρώτα εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια της Θατσερικής καταστροφής των κοινοτήτων και οργανισμών της εργατικής τάξης. Συνοψίζοντας το επιχείρημα σε αυτό το βιβλίο, από μια συνέντευξη του συγγραφέα του «The Therapy Industry» (Η Βιομηχανία της Θεραπείας), Paul Moloney,
«Η Margaret Thatcher ήταν κι αυτή μια μεγάλη επιρροή. Κατά μία έννοια, ήταν η καλύτερη ψυχολόγος που συνάντησα ποτέ, επειδή ήξερε καλύτερα απ’ τον καθένα (ή  αυτά που αντιπροσώπευε ήξεραν καλύτερα απ’ τον καθένα) τι αλλάζει τους ανθρώπους και πως να τους χειρίζεται ,κι αυτό το έκανε με το να επηρεάζει τα ενδιαφέροντά τους και να τους εκβιάζει παρακινώντας τους, δίνοντας τους πολλά χρήματα και λοιπά. Μετά το 1979, έγινε εμφανές πως οι άνθρωποι που με επισκέπτονταν δεν είχαν μεγάλο περιθώριο ελιγμών, ασχέτως με το πόση δύναμη της θέλησης εφήρμοζαν στις καταστάσεις που ήταν μπλεγμένοι, και συνήθως λόγω κάποιου κακοήθους, τιμωρητικού μέτρου που είχε πάρει η κυβέρνηση των Συντηρητικών (σ.τ.μ: Tory, κόμμα της Thatcher). Αυτοί οι άνθρωποι κατηγορούσαν τους εαυτούς τους και κόπιαζαν σκεπτόμενοι «τι παίζει με εμένα... όλες μου οι προσωπικές στρατηγικές δε δουλεύουν... για ποιόν λόγο είμαι τόσο ανεπαρκής υπό αυτές τις συνθήκες...;» και μου ήταν εντελώς ξεκάθαρο ότι δεν ήταν αυτοί ανεπαρκείς, αλλά ότι οι συνθήκες ήταν το πρόβλημα.»
Αυτή η δουλειά συνεχίζεται μέσω της Ομάδας Συμπεριφοριστικού Διορατισμού (Behavioural Insights Team) ή αλλιώς «nudge unit» της κυβέρνησης ConDem (σ.τ.μ: κυβέρνηση συνεργασίας Συντηρητικών-Δημοκρατικών) και από τη συνεχή διάδοση της ψυχοθεραπείας και των συμπεριφοριστικών παρεμβάσεων έξω από την αίθουσα συσκέψεων. Όπως ακριβώς η ψυχιατρική αυτονομήθηκε από τα Άσυλα ακολουθώντας την αποϊδρυματοποίηση, το ίδιο έκανε και η ψυχοθεραπεία που εξαπλώθηκε εκτός κοινωνικού ιστού. Το πιο δημοφιλές είδος μαγικού βολονταρισμού σήμερα είναι μεν η Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία, αλλά οι συνεδρίες «κινήτρου» και ο επιγνωσιακός διαλογισμός έχουν επίσης μετατεθεί από το σώμα του κοινωνικού. Μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του κινήματος θετικής ψυχολογίας, ο Martin Seligman, είχε μια βαθιά επιρροή στη διάδοση της ιδέας ότι μπορούμε να εκπαιδευτούμε στο να είμαστε χαρούμενοι με το να αλλάζουμε τις σκέψεις μας:

«Η κατάθλιψη είναι μια διαταραχή του «Εγώ», που αποτυγχάνει μπροστά στα μάτια σας σε σχέση με τους στόχους σας. Σε μια κοινωνία που ο ατομικισμός οργιάζει, πιστεύουν όλο και πιο πολλοί ότι είναι το κέντρο του κόσμου. Το σύστημα, φτιάχνοντας τέτοια πιστεύω, κάνει την ατομική αποτυχία σχεδόν απαρηγόρητη»².

Ο Seligman πιστεύει πως μπορούμε να αναπτύξουμε «νέες γνωστικές δεξιότητες» που περιστρέφονται αισθητά γύρω από την αλλαγή στο πως βλέπουμε τα πράγματα, συμπεριλαμβανομένης της αμφισβήτησης των πεσιμιστικών μας πιστεύω. Από τη μεριά του Seligman, αν θέλουμε να είμαστε χαρούμενοι άνθρωποι, τότε θα πρέπει να αποκηρύξουμε τις αναλύσεις μας για τον καπιταλισμό, επειδή απλά μας καταθλίβουν: είναι περισσότερο η πεποίθηση που έχει να κάνει με τον καπιταλισμό, παρά οι ουσιαστικές συνθήκες που δημιουργούν την κατάθλιψη. Έχει να κάνει με το πως το βλέπεις: άλλαξε την ερμηνεία και θα αλλάξεις τον κόσμο. Αυτή είναι η αντιστροφή της 11ης θέσης του Marx.
Κατ’ εμέ, η προηγούμενη θεωρία του Seligman για την μαθημένη αβοηθησία ήταν σωστή. Όπως λέω πάντα, η αριστερά –με την ευρεία έννοια -, έχει μάθει πως είναι άσκοπο να γίνει οτιδήποτε για να αλλάξει την κατάστασή επειδή τίποτα δε λειτουργεί. Όποια ομάδα παίρνει την πρωτοβουλία να δράσει, πρέπει να είναι έχει τη βασική γνώση της ματαιότητας της ενέργειας. Ο Zizek έχει το μότο γι αυτή τη θέση, μια θέση που υποστηρίζει: μη δρας, σκέψου. Αυτός ο διαχωρισμός είναι οπισθοδρομικός και πραγματικά υπάγεται στην καταθλιπτική τάση να στοχαζόμαστε, να συναντάμε τα ίδια προβλήματα ξανά και ξανά, ενώ βυθιζόμαστε βαθύτερα στην απελπισία.
Ο Fisher προτείνει ότι πρέπει να δίνουμε «νικηφόρους αγώνες». Και το έχω πει κι εγώ ξανά και ξανά, οπότε σε αυτό συμφωνούμε. Η έξοδος από τη μαθημένη αβοηθησία δεν είναι ο μαθημένος  οπτιμισμός, αλλά η δράση. Να επαναπροσδιορίσουμε τη γλώσσα του συμπεριφορισμού, αν η αριστερά είναι καταθλιπτική, αν εμείς είμαστε καταθλιπτικοί, τότε πρέπει να θέσουμε μικρούς και επιτεύξιμους στόχους. Κι αυτό απαιτεί διαβαθμισμένη έκθεση. Το να πιστεύουμε ότι μπορούμε να πάμε από μια κατάσταση παράλυσης στην πληθωρική και εκρηκτική δύναμη βραχυκυκλώνει το πραγματικό πολιτικο-θεραπευτικό έργο που απαιτείται. Πρώτα απ’ όλα, αυτό σημαίνει πως πρέπει να αναλύσουμε τη δικιά μας περιοχή ελέγχου. Σε ποιόν αποδίδουμε την ικανότητα να δρα; Επίσης απαιτείται ένα συγκεκριμένο είδος πραγματισμού. Στη Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία και στα προγράμματα με 12 βήματα όλα ξεκινούν από την ιδέα του Επίκτητου ότι κάποια πράγματα είναι υπό τον έλεγχό μας και κάποια άλλα όχι. Αλλά αντίθετα με τον Επίκτητο, το Στωικισμό και τα 12 βήματα,  γνωρίζουμε πως ο έλεγχος είναι το αποτέλεσμα των πράξεων και ότι όσο πιο πολύ δρούμε, τόσο πιο πολύ τα πράγματα έρχονται υπό τον έλεγχό μας. Η δουλειά μας είναι να ξεμάθουμε την αβοηθησία μέσα μας, μέσω της συλλογικής πράξης. Ερωτήσεις πάνω στα στάδια και τον βαθμό επαναστατικότητας (ρεφορμισμός/επανάσταση) όσον αφορά την οργάνωση και τη δράση, δε μπορούν να ορίζουν τη δουλειά πάνω στην απο-μαθημένη αβοηθησία.
Για τον Fisher, το μονοπάτι που πρέπει να πάρουμε, περνάει μόνο του μέσα από τα «επικρατούντα μέσα και τις επικρατούσες πολιτικές».
Αντικρούοντας τις κυρίαρχες ιδεολογίες σε εφημερίδες και στα πολιτικά κόμματα; Το έχουμε ξανακάνει. Ξανά και ξανά. Για τον Fisher οι υποστηρικτές της άμεσης δράσης³, οι πάντα ασαφείς και αμφιλεγόμενοι «νεο-αναρχικοί» είναι το αποτέλεσμα της συλλογικής κατάθλιψης. Εγώ νομίζω πως είναι το ακριβώς αντίθετο. Όποιοι και να είναι αυτοί οι νεο-αναρχικοί, φαίνεται να είναι οι ίδιοι που έχουν προσκολληθεί με την πρακτική δουλειά της δόμησης νέων πρακτικών, νέων οργανισμών, και νέων χώρων. Ο Fisher τονίζει ότι η συμβολική δράση της κατάληψης ενός χώρου είναι διαφορετική από «την κατάληψη επειδή νομίζουμε πως μπορούμε να διαχειριστούμε καλύτερα από τους καπιταλιστές». Και αυτό είναι αλήθεια. Αλλά πριν να μπορέσουμε να αυτονομήσουμε οποιονδήποτε δημόσιο χώρο, πρέπει να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το πως θα το κάνουμε. Άτομα που δεν έχουν απολαύσει ποτέ το κύκλωμα της αυτονομίας ή τη ζύμωση επιρροών πέρα από την κατάθλιψη, το άγχος, και το θυμό πρέπει να είναι σε θέση να καταλάβουν χώρους για να μάθουν πως να το κάνουν. Και όχι μόνο χώρους. Τα άτομα πρέπει να μάθουν να καταλαμβάνουν τον χρόνο ούτως ώστε να παύσουν τους γραμμικούς ρυθμούς παραγωγής-κατανάλωσης και να θέσουν νέες προσωρινότητες. Επίσης, μια κατάληψη είναι μια όχι και τόσο συμβολική διαμαρτυρία. Το κίνημα του Occupy μπορεί να ήταν, αλλά οι καταλήψεις δημόσιας στέγης ή κέντρων ψυχικής υγείας πάνε πέραν της συμβολικής κίνησης. Οι νικηφόροι αγώνες μπορεί αναγκαστικά να είναι μικροί για την ώρα. Μπορεί να φαίνονται εφήμεροι και ίσως απλά συμβολικοί. Αλλά το να κερδίζει κανείς αγώνες είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται ένα καταθλιπτικό άτομο. Μέρος των οποίων θα είναι το να αποτινάξει κάθε καθαρολογία για το «τι αγώνες» ή «πως κερδίζουμε αγώνες».
Η απόρριψη της καθαρολογίας δεν σημαίνει πως θα πρέπει να υποπέσουμε στην δημιουργία νέων αριστερών κομμάτων, ή την ανάκαμψη παλαιών. Ούτε σημαίνει πως θα πρέπει να επικεντρωθούμε στο να κερδίσουμε το ιδεολογικό έδαφος των κυρίαρχων media. Εμείς δεν έχουμε να κάνουμε με αυτές τις δομές. Αυτές είναι δομές και εδάφη σχεδιασμένα να κρατάνε τη δυναμική συγκεντρωμένη γύρω από ένα συγκεκριμένο σύνολο δρώντων. Για να αναστρέψω εντελώς την εντολή του Fisher, αντιλαμβάνομαι τέτοιες δομές ως αυτές που ενσαρκώνουν ένα είδος μαγικού βολονταρισμού. Το κόμμα ιστορικά έχει λειτουργήσει ως η αρχή της αβανγκαρντίστικης θεωρίας. Το κόμμα έχει αυτό που δεν έχουν οι εργάτες: ενόραση, τον ψυχιατρικό όρο του μαγικού μηχανισμού της αναγνώρισης της θέσης κάποιου ως τρελή. Ακριβώς όπως η ψυχιατρική φέρεται στους τρελούς, έτσι φέρεται και το κομμά στους εργάτες. Δεν είναι απο-μαθημένη αβοηθησία, είναι μετατοπισμένη αβοηθησία. Για να ξεμάθουμε την αβοηθησία πρέπει να ενεργοποιήσουμε ξανά δίκτυα αυτόνομων οργανισμών. Οργανισμούς άμεσου εργασιακού συνδικαλισμού· αυτόνομους ομίλους συλλόγων· δίκτυα αλληλεγγύης· η ανάπτυξη μέσων με όρους που έχουν δομηθεί εκτός των κυρίαρχων μέσων αλλά δεν υπάρχουν μέσα τους· την δημιουργία ομάδων που εξερευνούν τα δομικά αίτια, εμπειρίες, και συλλογικές στρατηγικές για την καταπολέμηση της ψυχοπαθολογίας. Αυτά τα άτομα υπάρχουν ήδη, και είναι άτομα που μάχονται, αλλά συχνά επιφέρουν πραγματικά κέρδη. Αυτό δεν είναι ένα επιχείρημα για να επαναπαυθούμε, αλλά για να δούμε αυτούς τους πυρήνες μάχης ως μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης συναρμολόγησης που ανοίγει το μονοπάτι προς το να μάθουμε πως να μαχόμαστε.

Η πιο επικίνδυνη στιγμή για όποια κατάθλιψη είναι η στιγμή που η κατάθλιψη ξεκινά να ξεπερνιέται, όταν το καταθλιπτικό άτομο σταδιακά βγαίνει από την κατάσταση αβοηθησίας του. Όσο αυτό άτομο γίνεται πιο ενεργό, πιο ικανό να κινηθεί, να θέλει να κινηθεί, να δρα και να θέλει να δρα, η παρουσία αυτοκτονικών σκέψεων μπορεί να μην έχει φύγει πλήρως. Όλως παραδόξως, είναι ενώ η κατάθλιψη παρακμάζει όταν το ρίσκο της αυτοκτονίας είναι στο ζενίθ του. Οπότε, η διαφορά μεταξύ του Fisher κι εμού, είναι μάλλον ο παλιός διχασμός αριστερού-αναρχικού: ο Fisher θέλει να μας κάνει μια αριστερή συνταγογράφηση, που εγώ νομίζω πως δε χρειαζόμαστε.

1. Byrne, S. 2011. The Secret. London: Atria Books. p.41.
2. Seligman, M. 2006. Learned optimism: how to change your mind and your life. London: Vintage Books. p.2
3. «Όταν δρούμε για λογαριασμό μας, αντί να παρασκηνιοποιούμε μια εξωτερική αρχή, αυτό μας παρέχει τις ευκαιρίες υψώσουμε την ταξική συνείδηση από την κατάσταση, και να βελτιώσουμε την αποτελεσματικότητα της δράσης». Αυτό είναι από προσφάτως ενημερωμένο φυλλάδιο της Anarchist Federation «Ο Ρόλος της Επαναστατικής Οργάνωσης». Αυτός ο ορισμός της άμεσης δράσης είναι ένα παράδειγμα αυτό που εγώ ονομάζω «απο-μαθημένη αβοηθησία».


Μετάφραση: Chrisacos
Επιμέλεια μετάφρασης: Ομάδα Δια-Τάραξη